- φλυκταίνων
- φλυκταινόωcause blisters onimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)φλυκταινόωcause blisters onimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλυκταινῶν — φλύκταινα blister fem gen pl φλυκταινόω cause blisters on pres part act masc voc sg (doric aeolic) φλυκταινόω cause blisters on pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) φλυκταινόω cause blisters on pres part act masc nom sg φλυκταινόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… … Dictionary of Greek
σκωριάσεις — Ασθένειες ποωδών και ξυλωδών φυτών, που προκαλούν συχνά σοβαρές ζημιές σ’ αυτά και οφείλονται στους Σκωριομύκητες, παράσιτους μύκητες της τάξης των ουρεδινωδών (Βασιδιομύκητες): το όνομα σκωρίαση οφείλεται στους κονιορτώδεις σωρούς, που έχουν… … Dictionary of Greek
δαμάλειος — α και ος, ο 1. ο δαμαλήσιος 2. φρ. «δαμάλειος ύλη» το περιεχόμενο τών φλυκταινών αγελάδων που πάσχουν από δαμαλίδα με το οποίο παρασκευάζεται το εμβόλιο κατά τής ευλογιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάμαλις. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
φλυκταίνωση — η / φλυκταίνωσις, ώσεως, ΝΑ [φλυκταινῶ] σχηματισμός φλυκταινών νεοελλ. (ειδικά) ιατρ. 1. πάθηση που χαρακτηρίζεται από πολλαπλό φλυκταινώδες εξάνθημα 2. φρ. «γενικευμένη οξεία ευλογιοειδής φλυκταίνωση» ιατρ. βαριά επιπλοκή τού βρεφικού εκζέματος… … Dictionary of Greek
φλυκταινώδης — ες / φλυκταινώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φλύκταινα] 1. όμοιος με φλύκταινα 2. γεμάτος φλύκταινες νεοελλ. ιατρ. αυτός που χαρακτηρίζεται από την παρουσία φλυκταινών (α. «φλυκταινώδες εξάνθημα» β. «φλυκταινώδης δερματοπάθεια») … Dictionary of Greek